Ὁ Βίος τοῦ Όσίου Κυριακοῦ τοῦ Ἀναχωρητοῦ
Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ καλλιεργοῦσε ὑπομονήν καὶ πραότητα. Γι' αὐτὸ καὶ πέτυχε στὴν ἀσκητική του ζωή. Γεννήθηκε στὴν Κόρινθο τὸ 5ο αἰῶνα, ἀπὸ ἱερέα πατέρα, τὸν Ἰωάννη. Τὴν μητέρα του τὴν ἔλεγαν Εὐδοξία καὶ εἶχε ἀδελφὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.
Ἀπὸ ἱερατικό, λοιπόν, γένος ὁ Κυριακός, σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Λαύρα τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἐκεῖ, ὁ Μέγας Εὐθύμιος, τὸν ἔκανε μοναχὸ καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἀσκητὴ Γεράσιμο. Ὅταν πέθανε ὁ Γεράσιμος, ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴν Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου, ὅπου μὲ ζῆλο καλλιεργοῦσε τὶς ἀρετές του, ὥσπου κάποια στάση ποὺ ἔγινε στὴ Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου τὸν ἀνάγκασε νὰ πάει στὴ Λαύρα τοῦ Σουκᾶ. Ἐκεῖ 40 χρονῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐπιστασία τοῦ Σκευοφυλακίου. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν διέκρινε ἀπέναντι στοὺς συμμοναστές του, ἦταν ὁ γαλήνιος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς ἀντιμετώπιζε, γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν παράδειγμα πρὸς μίμηση ἀπὸ ὅλους.
Ἑβδομήντα χρονῶν ὁ Κυριακός, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ ὑπομονὴ γύρισε πολλὰ μοναστήρια καὶ σκῆτες, ὅπου ἔζησε μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονῶν, καὶ σὲ ὅλους ἔμεινε ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἀσκητή, ποὺ ἔδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους». Πραότητα, δηλαδή, σ’ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς ἀνθρώπους.