Ὁ Βίος τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τῆς Μεγαλομάρτυρος
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Η ἁγία καὶ ἀοίδιμος Αἰκατερίνα καταγόταν ἀπὸ τὴν περίφημη μεγαλόπολη Αλεξάνδρεια της Αἰγύπτου. Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ ἀσεβῆ βασιλιᾶ Μαξεντίου∙ καὶ ἦταν κόρη τοῦ Κώνσταντος, πολὺ ὡραία, ἀμίμητη σὲ ὀμορφιὰ καὶ ὑψηλὴ στὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος. Σπούδασε ὅλη τὴν Ἑλληνικὴ παιδεία, ἔμαθε ὅλους τοὺς ποιητὲς, τὸν Ὅμηρο, τὸν Βιργίλιο, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Πλάτωνα∙ ὄχι μόνον τοὺς Φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ μελέτησε τα βιβλία τῶν ἱατρῶν, Ἀσκληπιοῦ, Ἱπποκράτη καὶ Γαληνοῦ, καὶ γενικὰ μελέτησε ὅλη τὴν Ῥητορικὴ καὶ Λογικὴ, καὶ ἔμαθε κάθε γλῶσσα, ὥστε ὅλοι νὰ θαυμάζουν τὴν σοφίαν της∙ καὶ ὄχι μόνον ὅσοι τὴν γνώριζαν ἢ ἔβλεπαν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουγαν γι’ αὐτὴν ἐξεπλήττοντο. Πολλοὶ πλούσιοι ἄρχοντες τῆς Συγκλήτου ζητοῦσαν νὰ συμπεθεριάσουν μὲ τὴν μητέρα της, ποὺ ἦταν κρυπτὴ χριστιανὴ, λόγῳ τοῦ μεγάλου καὶ σκληροῦ διωγμοῦ ποὺ κίνησε κατὰ τῶν Χριστιανῶν ὁ Μαξέντιος.
Οἱ συγγενεῖς καὶ ἡ μητέρα της τὴν συμβούλευαν νὰ παντρευθεῖ, γιὰ νὰ μὴ κληρονομήσει κάποιος ξένος τὴν βασιλεία τοῦ πατέρα της, καὶ ἀποξενωθοῦν τελείως ἀπ’ αὐτήν. Ἡ δὲ Αἰκατερίνα, ὡς φιλόσοφος, ἀγάπησε τὴν παρθενία καὶ προφασιζομένη διάφορες αἰτίες, ἔλεγε, ὅτι «δὲν ποθοῦσε καθόλου νὰ παντρευθεῖ».
Ὅταν εἶδεν ὅτι τὴν ἐνοχλοῦσαν ὑπερβολικὰ γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ τοὺς εἶπε, γιὰ νὰ μὴν τὴν πειράζουν: «Βρῆτε ἕνα νέον, ποὺ νὰ εἶναι ὅμοιός μου στὰ τέσσερα χαρίσματα, ποὺ ὁμολογεῖτε πῶς ὑπερβαίνω τὶς ἄλλες κόρες, καὶ, τότε, νὰ λάβω αὐτὸν σύζυγον, διότι δὲν καταδέχομαι νὰ λάβω ἀναξιώτερόν μου καὶ εὐτελέστερον. Ἐρευνήσατε λοιπὸν παντοῦ, ἐὰν εὑρεθεῖ κάποιος ὅμοιός μου στὴν εὐγένεια, στὸν πλοῦτο, στη σοφία καὶ στὴν ὡραιότητα∙ εἰ δὲ μὴ καὶ λείπει ἀπ’ αὐτὸν κάποιο ἀπὸ τὰ χαρίσματα, δὲν εἶναι ἄξιός μου». Αὐτοὶ γνώριζαν ὅτι φυσικό ἦταν νὰ μὴ βρεθεῖ τέτοιος ἄνθρωπος, καὶ ἀπήντησαν: «Ὁ υἱὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ῥώμης καὶ ἄλλοι ἦταν εὐγενεῖς καὶ πλουσιώτεροι ἀπ’ αὐτήν, μόνον στὴ σοφία καὶ ὡραιότητα δὲν τῆς ἔμοιαζαν». Εκείνη ἔλεγε, ὅτι δὲν καταδέχεται νὰ λάβει κανένα ἀγράμματο.
Η μητέρα της εἴχε ἕνα ἅγιο πνευματικό ἀσκητή, ποὺ ἦταν κρυμμμένος ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Πῆρε, λοιπὸν, τὴν Αἰκατερίνα καὶ πῆγαν γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Ὁ ἀσκητὴς βλέποντας τὴν εὐταξία της, καὶ ἀκούοντας τὶς γνώσεις καὶ τὰ μέτρια λόγια της, ἔβαλε στὸ νοῦν του νὰ τὴν ψαρέψει στὴν ἐπίγνωση τοῦ Οὐράνιου Βασιλέως Χριστοῦ, καὶ τῆς λέγει: «Γνωρίζω ἕνα θαυμάσιο Ἄνθρωπο, ποὺ ξεπερνᾶ ἀσυγκρίτως σ’ ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ ἀνέφερες, καὶ σ’ ἄλλα ἀναρίθμητα∙ ἡ ὡραιότητά Του ὑπερνικᾶ τὴν λάμψη τοῦ Ἥλιου, ἡ Σοφία Του κυβερνᾶ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ νοούμενα κτίσματα, ὁ πλοῦτος τῶν θησαυρῶν Του διαμερίζεται σ’ ὅλον τὸν κόσμο, καὶ ποτὲ δὲν λιγοστεύει, ἀλλὰ μᾶλλον αὐξάνει διαδιδόμενος∙ ἡ εὐγένειά Του εἶναι ἄρρητος καὶ ἀνεκλάλητος». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ λέγοντας ὁ ἀσκητής, νόμισε ἡ ἁγία, ὅτι γιὰ κάποιον ἐπίγειο ἄρχοντα ἔλεγε, γι’ αὐτὸ ἀλλοιώθηκε ἡ ὄψη τοῦ προσώπου της καὶ ἡ καρδιά της. Ἐπίμονα ῥωτοῦσε, ἐὰν ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀληθινὰ ἐγκώμια γιὰ τον αναφερόμενο ἄνθρωπο; Αὐτὸς ἐβεβαίωνε γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων.
Λέγει σ’ αὐτὸν ἡ ἁγία: «Ποιανοῦ Υἱὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ φημίζεται τόσο πολὺ ἀπὸ σένα;»
Αὐτὸς ἀπήντησε: «Αὐτὸς δὲν ἔχει ἐπίγειο πατέρα, ἀλλὰ γεννήθηκε ἀφράστως καὶ ὑπεράνω τῶν φυσικῶν νόμων ἀπὸ μίαν εὐγενεστάτη Ὑπεραγία καὶ Χαριτωμένη Παρθένο, ἡ ὁποία ἀξιώθηκε λόγῳ τῆς ὑπερβάλλουσας ἁγιότητάς της, νὰ μείνει ἀθάνατος στὴ ψυχὴ καὶ στὸ σώμα, καὶ ἀναλήφθηκε ὑπεράνω τῶν Οὐρανῶν, καὶ προσκυνεῖται ἀπ’ ὅλους τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους ὡς Βασίλισσα ὅλης τῆς δημιουργίας.»
Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ Αἰκατερίνα: «Εἶναι δυνατὸν νὰ δῶ τὸν νέον αὐτόν, περὶ τοῦ ὁποίου διηγεῖσαι τόσα θαυμάσια;»
Καὶ ὁ γέροντας εἶπε: «Ἐὰν κάμεις ὅ,τι σοῦ πῶ, θὰ ἀξιωθεῖς νὰ δεῖς τὸ ὑπέρλαμπρο καὶ πάμφωτο Αὐτοῦ πρόσωπο.»
Η ἁγία ἁπάντησε: «Σὲ βλέπω νὰ εἶσαι ἄνθρωπος γνωστικὸς καὶ σεβάσμιος. Πιστεύω, ὅτι δὲν ψεύδεσαι σὲ ὅσα εἶπες. Λοιπὸν, εἶμαι ἔτοιμη νὰ τελέσω ὅλα ὅσα προστάξεις.»
Τότε ὁ ἀσκητὴς ἔδωσε σ’ αὐτὴ μία εικόνα τῆς Θεοτόκου μὲ τὸ Θεῖο Βρέφος, καὶ τῆς λέγει:
«Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀειπάρθενος Μητέρα Ἐκεῖνου, περὶ τοῦ ὁποίου σοῦ μίλησα. Πάρε, λοιπὸν αὐτὴν στὸ σπίτι σου, καὶ κλείσου μέσα στο δωμάτιό σου, προσευχήσου ὅλη τὴν νύκτα μὲ εὐλάβεια πρὸς αὐτὴν, ποὺ ὀνομάζεται Μαρία, καὶ παρακάλεσαί την, νὰ καταδεχθεῖ νὰ σοῦ δείξει τὸν Υἱόν της. Ἐλπίζω ὅτι, ἐὰν προσευχηθεῖς μὲ πίστη, θὰ σὲ ἀκούσει καὶ θὰ δεῖς Ἐκεῖνον ποὺ ποθεῖ ἡ ψυχή σου.»
Τότε ἡ ἁγία ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἱερὰ εἰκόνα, ἐπέστρεψε πίσω στὸ παλάτι, καὶ τὴν νύκτα κλείσθηκε μόνη στὸ δωμάτιό της. Προσευχήθηκε, ὅπως τῆς εἶχε ὑποδείξει ὁ ἀσκητής. Καθὼς προσηύχετο, ἀπὸ τὴν κούραση ἀποκοιμήθηκε, καὶ βλέπει σὲ ὅραμα τὴν Βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων, ὅπως ἦταν ἱστορημένη ἐπάνω στὴν εἰκόνα μὲ τὸ Ἅγιο Βρέφος, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε περισσότερο ἀπὸ τὸν Ἥλιο. Ὁ Κύριος ὅμως ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπό Του γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀντικρίσει. Ἡ ἁγία Αἰκατερίνα ἔβλεπε μόνον τὴν πλάτη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ποθοῦσε νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό Του, πῆγε ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά∙ ὁ Κύριος ἔστρεψε καὶ πάλιν τὸ πρόσωπό Του. Αὐτὸ ἀφοῦ συνέβη τρεῖς φορές, ἀκούει τὴν Παναγία καὶ λέγει: «Κοίταξε, Παιδί μου, τὴν δούλη Σου Αἰκατερίνα πόσο ὡραῖα καὶ πανέμορφη εἶναι;»
Εκεῖνος ἀπάντησε: «Μάλιστα, εἶναι τόσο σκοτεινὴ καὶ ἄσχημη, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν βλέπω.»
Λέγει ἡ Θεοτόκος: «Δὲν ξεπερνᾱ στὴ σοφία ὅλους τοὺς ῥήτορες, δὲν εἶναι πλουσία καὶ εὐγενής ὑπεράνω ὅλων τῶν νεανίδων ὅλων τῶν πόλεων;»
Ο Χριστὸς ἀπάντησε: «Σὲ διαβεβαιώνω, Μητέρα μου, ὅτι εἶναι ἄγνωστος, φτωχή, καὶ τόσο ἄξια περιφρόνησης, ὄσο μένει σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση, ποὺ δὲν καταδέχομαι νὰ μὲ δεῖ στὸ πρόσωπό.»
Αὐτὴ εἶπε: «Σὲ παρακαλῶ, γλυκύτατο μου Παιδί, μὴν καταφρονήσεις τὸ πλάσμα Σου, ἀλλὰ δίδαξέ την, καὶ ἐξήγησέ της τὶ πρέπει να πράξει, γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὴν δόξα Σου, καὶ νὰ δεῖ τὸ ὑπέρλαμπρό Σου καὶ παμπόθητο πρόσωπο, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ βλέπουν οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι.»
Ο Χριστὸς ἀπάντησε: «Ἄς πάει στον γέροντα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔλαβε τὴν εἰκόνα, καὶ ἀφοῦ βαπτιστεῖ, θὰ μὲ δεῖ καὶ θὰ λάβει πολλή ἀγαλλίαση καὶ ὠφέλεια.»
Αὐτὰ ἀφοῦ εἶδε ἡ ἁγία, ξύπνησε, καὶ θαυμάζουσα τὴν ὀπτασία πῆγε τὸ πρωῒ μαζὶ μὲ λίγες γυναίκες στὸ κελλὶ τοῦ γέροντος. Φθάνοντας, ἔπεσε κατὰ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ μὲ δάκρυα διηγήθηκε ὅσα εἶδε, καὶ παρακαλοῦσε, νὰ τὴν διδάξει, τὶ πρέπει νὰ πράξει γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὸν ποθούμενον. Ὁ ὅσιος τὴν δίδαξε λεπτωμερῶς ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς ἀληθινῆς Πίστης μας, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν δημιουργία του κόσμου καὶ τὴν πλάση τοῦ πρωτόπλαστου προπάτορος Ἀδὰμ, μέχρις τὸν τελευταίον ἐρχομὸ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ∙ περὶ τῆς ἀνεκλαλήτου δόξης τοῦ Παραδείσου καὶ τῆς ὀδυνηρᾶς καὶ ἀτελευτήτου κολάσεως. Μέσα σὲ λίγο διάστημα τὴν κατήχησε μὲ κάθε ἀκρίβεια τὰ τῆς Πίστεως, ὥστε νὰ πιστεύσει μ’ ὅλη της τὴν καρδιὰ καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἔπειτα, παράγγειλε νὰ προσευχηθεί μὲ πολὺ πόθο στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ νὰ ἐμφανιστεῖ σ’ αὐτὴ πάλιν, ὅπως προηγουμένως. Ἀφοῦ ἀπεκδύθει τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο καὶ ντύθηκε μὲ ἀδιάφθορο στολὴ, ἐπέστρεψε στὰ βασίλεια. Ὅλη τὴ νύκτα μὲ νηστεία καὶ δάκρυα προσευχόταν, ἕως ὅτου ἀποκοιμήθηκε∙ καὶ τότε βλέπει τὴν Οὐράνιον Βασίλισσα μὲ τὸ Θεῖο Βρέφος, ποὺ ἔβλεπε τὴν Αἰκατερίνα μὲ πολὺ εὐσπλαγχνία καὶ ἱλαρότητα.
Η Θεοτόκος ῥώτησε τὸν Δεσπότη, «ἐὰν ἄρεσε σ’ Αὐτὸν ἡ παρθένος;»
Ο Κύριος ἀπάντησε: «Τώρα ἔγινε πιὸ λαμπρότερη καὶ ἔνδοξη, ἐκείνη ποὺ προηγουμένως ἦταν σκοτεινὴ καὶ ἄτιμη∙ ἡ φτωχὴ καὶ ἄγνωστη, ἔγινε πλουσία καὶ πάνσοφος∙ ἡ καταφρονημένη καὶ ἄσημη, ἔγινε εὐγενὴς καὶ περίφημη∙ καὶ μὲ τόσα ἀγαθὰ καὶ χαρίσματα εἶναι στολισμένη καὶ ἐμπλουτισμένη ποὺ τόσο πολὺ ποθῶ νὰ μνηστευθῶ αὐτὴν γιὰ νύμφη μου ἄφθορο.»
Τότε ἡ Αἰκατερίνα ἔπεσε κατὰ γῆς καὶ μὲ δάκρυα ἔλεγε: «Δὲν εἶμαι ἄξια, Ὑπερένδοξε Δέσποτα, νὰ βλέπω τὴν Βασιλεία σου, ἀλλὰ ἀξίωσέ με νὰ συναριθμηθῶ μὲ τοὺς δούλους σου.»
Η Θεοτόκος ἔλαβε τὸ δεξί χέρι τῆς Αἰκατερίνας καὶ λέγει στὸν Υἱόν της: «Δός της, Παιδί μου, δακτυλίδι ἀρραβῶνος, γιὰ νὰ τὴν νυμφευθεῖς καὶ νὰ τὴν ἀξιώσεις τῆς Βασιλείας σου.»
Τότε ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἔδωσε σ’ αὐτὴν ἕνα δακτυλίδι ὡραιότατο λέγοντας: «Νὰ, σήμερα σὲ λαμβάνω ὡς νύμφη μου ἄφθορο, αἰώνια∙ φύλαξε μὲ ἀκρίβεια τὴν συμφωνία αὐτήν, νὰ μὴ λάβεις κανένα ἄλλο ἐπίγειο νυμφίο.»
Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, ἔλαβε τέλος ἡ ἔκσταση. Ἀφοῦ σηκώθηκε ἡ Αἰκατερίνα βλέπει, στὰ ἀλήθεια, στὸ δεξί της χέρι τὸ δακτυλίδι∙ καὶ αἰσθάνθηκε τόση χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, ποὺ αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἀπὸ τὸν θεῖον ἔρωτα. Τόσο πολὺ ἀλλοιώθηκε μὲ θαυμασία ἀλλοίωση, ὥστε δὲν σκεφτόταν πλέον ἐπίγεια πράγματα, ἀλλὰ μόνον τὰ ἄφθαρτα κάλλη τοῦ ποθουμένου Χριστοῦ∙ Αὐτὸν ποθοῦσε, αὐτὸν μελετοῦσε νύχτα καὶ ἡμέρα.
Tὴν ἐποχὴ ὲκείνη βασίλευε ὁ ἀσεβὴς βασιλιᾶς τῆς Ῥώμης Μαξέντιος, ὁ ὁποῖός εἶχε πολὺ ζῆλο πρὸς τοὺς ἀναίσθητους θεοὺς. Αὐτός, λοιπόν, ἔστειλε σ’ ὅλες τὶς πόλεις τῆς Ἐπαρχίας του πρόσταγμα, ποὺ ἔγραφε τὰ ἀκόλουθα:
«Ἐγὼ ὁ βασιλιᾶς Μαξέντιος χαιρετῶ ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι ὑπὸ τὴν ἐξουσία μου, καὶ προστάσσω νὰ συναχθεῖτε ὅλοι τὸ γρηγορώτερο ἐδῶ στα βασίλεια, γιὰ νὰ τιμήσουμε ἀξίως τοὺς μεγάλους θεούς, δείχνοτας πρὸς αὐτοὺς τὴν πρέπουσα εὐγνωμοσύνη καὶ προσφέροντες σ’ αὐτοὺς θυσίες ὁ καθένας ὅσο δύναται, ἐπειδὴ ἔκαμαν καὶ σὲ μᾶς τόσες εὐεργεσίες καὶ χάρες. Ὅποιος καταφρονήσει αὐτὴ τὴν προσταγή μου καὶ τολμήσει νὰ προσκυνήσει ἄλλον θεό, θὰ λάβει ἀπὸ ἐμᾶς πολλὰ καὶ διάφορα κολαστήρια.»
Αφοῦ ἔφθασαν σ’ ὅλες τὶς πόλεις τὰ διατάγματα, συγκεντρώθηκε πλῆθος λαοῦ, ποὺ ἔφερε ὁ καθένας ὅ,τι μποροῦσε, ἄλλος βόδια, ἄλλος πρόβατα, οἱ πτωχοὶ πετεινά, καὶ ἄλλα παρόμοια. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς βδελυρᾶς πανήγυρης, θυσίασε ὁ βασιλιᾶς ἑκατὸ τριάντα ταύρους, οἱ ἄλλοι ἄρχοντες λιγώτερα, καὶ γενικὰ, ὁ καθένας πρόσφερε σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις του, γιὰ νὰ δείξουν σ’ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνοσίους θεούς εὐγνωμοσύνη καὶ ὁσιότητα. Όλη ἡ πόλη ἠχοῦσε ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν σφαγιασθέντων ζώων καὶ ἀπὸ τὸν καπνὸν τῶν θυσιῶν ὁ ἀέρας μολύνθηκε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἑπικρατοῦσε μεγάλη στενοχωρία καὶ σύγχυση.
Ενῶ αὐτὰ λάμβαναν χώραν στὴν πόλη, ἡ ἁγία Αἰκατερίνα βλέπουσα τὸ πόσο χανόντουσαν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ὁδηγοῦντο μὲ τὴν βία στὴν ἀσέβεια γιὰ νὰ ἁποφύγουν πρόσκαιρο θάνατο, τοὺς συμπόνησε καὶ τοὺς εὐσπλαγχνίστηκε. Κινήθηκε, λοιπόν, ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἀφοῦ συμπεριέλαβε στὴ συνοδεία της λίγους δούλους, πῆγε στο ναὸ ὅπου πρόσφεραν τὶς θυσίες. Μόλις στάθηκε στὴν εἴσοδο, τράβηξε τὴν προσοχὴ ὅλων. Ἔστειλε μήνυμα στὸν βασιλέα, ὅτι ἔχει ἀνάγκη νὰ τοῦ ἀναφέρει γιὰ κάποια σοβαρὴ ὑπόθεση. Ὁ Μαξέντιος πρόσταξε νὰ εἰσέλθει ἀμέσως.
Η ἁγία Αἰκατερίνα ἦρθε ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ εἶπε μὲ σταθερὴ φωνή:
«Ἔπρεπε, ὦ βασιλιᾶ, νὰ εἶχες γνωρίσει τὴν πλάνη ποὺ ἔχετε, λατρεύοντες ὡς θεοὺς εἴδωλα φθαρτὰ καὶ ἀναίσθητα∙ διότι εἶναι μεγάλη σᾶς ντροπὴ νὰ εἶστε τόσο φανερὰ τυφλοὶ στὴν ἀλήθεια μὲ τὸ νὰ προσκυνεῖτε, ὡς ἀνόητοι, τέτοια βδελύγματα∙ καὶ ἐὰν δὲν πιστεύεις τὸν σοφό σου Διόδωρο, ποὺ λέγει ὅτι οἱ θεοὶ ἦσαν ἄνθρωποι καὶ ἀπέθαναν ἐλεεινῶς∙ ἀλλὰ γιὰ κάποιες πράξεις τους τοὺς ὀνόμασαν ἀθανάτους καὶ μὲ στήλες καὶ εἴδωλα καὶ ἄλλα παρόμοια τοὺς τίμησαν. Οἱ μεταγενέστεροι, μὴ γνωρίζοντες τὴν γνώμη τῶν προγόνων τους, ὅτι πρὸς ἐνθύμηση αὐτῶν καὶ μόνον ἔστησαν γι’ αὐτοὺς ἀνδριάντας, ἀλλὰ ἐπειδὴ νόμισαν ὅτι εἶναι πρᾶγμα εὐσεβὲς καὶ εὐάρεστο, προσκύνησαν αὐτοὺς σὰν νὰ ἦσαν θεοί. Ἀκόμα ὁ Χαιρωνεὺς Πλούταρχος μέμφεται καὶ εἰρωνεύεται ὅσους πλανήθηκαν καὶ σέβονται τέτοια ἀγάλματα. Αὐτοὺς τοὺς διδασκάλους σου ἔπρεπε νὰ πιστεύσεις, ὦ βασιλεῦ, καὶ νὰ μὴ γίνεσαι αἰτία ἀπωλείας τόσων ψυχῶν, γιὰ τὶς ὁποίες θέλεις νὰ κληρονομήσεις ἀτελεύτητη κόλαση. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, αΐδιος, προάναρχος καὶ ἀθάνατος, ὁ ὁποῖος σὲ ὕστερους καιροὺς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ δικὴ μας σωτηρία. Δι’ αὐτοῦ οἱ βασιλεῖς βασιλεύουν, οἱ Ἐπαρχίες κυβερνῶνται, τὰ στοιχεῖα καὶ ὅλος ὁ κόσμος μ’ ἕνα λόγο Του κτίστηκαν καὶ συνίστανται. Αὐτὸς ὁ Παντοδύναμος καὶ Πανάγαθος Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τέτοιες θυσίες, οὔτε εὐφραίνεται μὲ τὶς σφαγὲς τῶν ἀνευθύνων ζῴων, ποὺ δὲν ἔφταιξαν, ἀλλὰ μόνον προστάσσει νὰ φυλάττουμε τὶς Ἐντολές Του ἀπαρασάλευτα.»
Ακούοντας αὐτὰ ὁ Μαξέντιος θύμωσε καὶ ἔμεινε γιὰ πολύ ὥρα ἄφωνος∙ μετὰ μὴ δυνάμενος νὰ ἐναντιωθεῖ στὰ λόγια της Αἰκατερίνας εἶπε: «Ἄφησε νὰ τελειώσουμε τὴν θυσία, καὶ τότε θὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια σου.»
Αφοῦ τέλεσε τὴν βδελυρἀ πανήγυρη, διέταξε νὰ φέρουν τὴν ἁγία στὰ βασίλεια, καὶ λέγει σ’ αὐτή: «Πές μου, ποιὰ εἶσαι καὶ ποιὰ ἦταν τὰ λόγια ποὐ μᾶς ἔλεγες;»
Αὐτὴ ἀπάντησε: «Ἐγὼ εἶμαι κόρη τοῦ προηγούμενου βασιλιᾶ Κώνσταντος, καὶ ὀνομάζομαι Αἰκατερίνα∙ ἔχω παιδευθεῖ σ’ ὅλες τὶς ἐπιστήμες καὶ γράμματα, Ῥητορικὴ, Φιλοσοφία, Γεωμετρία καὶ ὅλες τὶς λοιπές. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ καταφρόνησα ὡς μάταια καὶ ἀνωφελῆ, καὶ ἦρθα γιὰ νὰ νυμφευθῶ τὸν Δεσπότη Χριστό, ποὺ λέγει αὐτὰ τὰ λόγια μέσον τοῦ Προφήτου Του: ‘Ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω.»
Ο Μαξέντιος θαυμάζοντας τὴν σοφία καὶ τὴν σύνεσή της, καὶ βλέποντας τόση ὀμορφιά, νόμισε ὅτι δὲν ἦταν γεννημένη ἀπὸ θνητοὺς γονεῖς, ἀλλὰ ἀπὸ κάποια θεά, που ἐκεῖνος ἐσέβετο, καὶ διαλεγόταν πρὸς αὐτὸν μὲ σχῆμα ἀνθρώπινο. Καὶ ἀφοῦ φανέρωσε σ’ αὐτὴν τὴν γνώμη του, αποκρίθηκε ἡ μακαρία Αἰκατερίνα:
«Ἀληθινὰ εἶπες, ὦ βασιλιᾶ, γιατὶ ὀνομάζεις θεοὺς τοὺς δαίμονες, ποὺ σοῦ δείχνουν διάφορες φαντασίες, καὶ ἀφοῦ σὲ παραπλανοῦν, σὲ παρακινοῦν νὰ διαπράττεις ἀσέλγειες καὶ ἄτοπες ἐπιθυμίες. Ἐγὼ εἶμαι γῆ καὶ πηλός, καὶ μ’ ἔπλασε ὁ Θεὸς στὴ μορφὴ αὐτή, καὶ μὲ τίμησε μὲ ‘τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν’ Αὐτοῦ, καὶ ἀπ’ αὐτὸ πρέπει νὰ θαυμάζεται ἡ τοῦ Πλάσαντος, ἐπειδὴ σὲ τόση εὐτελῆ ὕλη μπόρεσαι νὰ δώσει τόση εὐμορφία καὶ ὡραιότητα.»
Σ’ αὐτὰ κάκωσε ὁ Μαξέντιος λέγοντας: «Μὴ λέγεις κακὸ γιὰ τοὺς θεούς, ποὺ ἔχουν ἀθάνατη δόξα.»
Καὶ ἡ μάρτυς ἀνταποκρίθηκε λέγουσα: «Ἐὰν θέλεις νὰ ἀποτινάξεις τὸν σκοταδισμὸ τῆς ἀπάτης, θὰ γνωρίσεις τὴν μηδαμινότητα τῶν θεῶν σου, καὶ θὰ καταλάβεις τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸ Ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι θαυμαστό, ἢ καὶ ὁ Σταυρός Του διατυπούμενος στὸν ἀέρα μόνον διώκει τοὺς θεούς σου καὶ τοὺς ἀφανίζει. Ἐὰν ὁρίζεις, θὰ σοῦ φανερώσω τὴν ἀλήθεια.»
Ο βασιλιᾶς βλέποντας μὲ πόση ἐλευθερία συζητοῦσε, δὲν θέλησε νὰ συνεχίσει, φοβούμενος μήπως καὶ τὸν νικήσει μὲ ἀποδείξεις καὶ ντροπιαστεῖ∙ ἀλλὰ προφασιζόμενος εἶπε: «Εἶναι ἄπρεπον νὰ διαλέγεται ὁ βασιλιᾶς μὲ γυναῖκα, ἀλλὰ νὰ συνάξω τοὺς σοφοὺς τῶν Ῥητόρων μου, καὶ τότε θὰ καταλάβεις τὴν ἀδυναμία τῶν ἐπιχειρημάτων σου∙ καὶ ἀφοῦ γνωρίσεις τὸ συμφέρον σου, νὰ πιστεύσεις στὰ δικὰ μας δόγματα.»
Αὐτὰ εἶπε, καὶ προστάττει νὰ φυλάττουν μὲ κάθε ἀκρίβεια τὴν μάρτυρα. Ἔστειλε ἐπιστολὴ σ’ ὅλες τὶς πόλεις τῆς ἐξουσίας του γράφοντας:
«Ἐγὼ ὁ βασιλιᾶς Μαξέντιος χαιρετῶ ὅλους τοὺς σοφοὺς τῶν Ἑλλήνων καὶ Ῥήτορες, τοὺς ὁποίους παρακαλῶ νὰ ἔλθετε γρήγορα κοντά μου, ἐπικαλεσάμενοι τὸν σοφωτατο θεὸ Ἑρμῆ, καὶ τὶς Μούσες τὶς αἴτιες τῆς γνώσης, γιὰ νὰ ἀποστομώσετε ἕνα σοφώτατο γύναιο, ποὺ ἐμφανίστηκε τὶς ἡμέρες αὐτὲς καὶ χλευάει τοὺς μεγάλους θεούς, ὀνομάζοντας τὶς πράξεις τους μύθους καὶ φλυαρήματα. Ἔτσι, θὰ δείξετε τὴν σοφία τῶν προγόνων σας, καὶ νὰ σᾶς θαυμάσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἀπὸ ἐμένα θὰ λάβετε ἄπειρα χαρίσματα ὡς ἀμοιβὴ τῶν κόπων σας.»
Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, πενῆντα ἀπὸ τούς πιὸ ἐκλεκτοὺς καὶ σοφοὺς Ῥήτορες, μὲ ὀξυδέρκεια στὴν κατανόηση, καὶ ἱκανώτατοι στὸ λόγο. Πρὸς αὐτοὺς ὁ Μαξέντιος εἶπε:
«Ἐτοιμαστεῖτε μὲ πολὺ ἐπιμέλεια, νὰ ἀγωνιστεῖτε μὲ ἀνδρεία, καὶ μὴν ἀδιαφορήσετε, παίνορντας θάῤῥος διότι συνομιλᾶτε μὲ γυναῖκα∙ ἀλλὰ ὡσὰν νὰ έχετε ὡς ἀνταγωνιστὴ ἕνα ἀνδρειότατο καὶ σοφώτατο Ῥήτορα. Βάλετε ὅλη τὴν προσοχή, καὶ δείξετε τὴν σοφία σας∙ διότι, ὅπως ἀκριβῶς τὴν γνώρισα, ὑπερβαίνει στὴ σοφία αὐτὸν τὸν Πλάτωνα. Λοιπὸν, σᾶς παρακαλῶ, σὰν νὰ εἴχατε τὸν ἴδιον ἀνταγωνιζόμενο, ἔτσι νὰ ἐπιδείξετε ἐπιμέλεια καὶ προσοχή. Καὶ ἐὰν νικήσετε, θὰ σᾶς δώσω μεγάλες ἀμοιβές, , εἰ δὲ μὴ καὶ νικηθεῖτε, θὰ λάβετε ἀπερίγραπτη ντροπὴ καὶ ἐπωνείδιστο θάνατο.»
Στὰ λόγια τοῦ Μαξεντίου, ἀποκρίθηκε ἕνας Ῥήτορας, ὁ πιὸ ἐπιφανέστερος τῶν ἄλλων λέγοντας: «Ἄν ἦταν ἡ φρονιμωτέρα καὶ φιλοσοφωτέρα γυναῖκα, ὦ βασιλεῦ, δὲν θὰ μπορέσει νὰ συναγωνιστεῖ ἐναντίον μας. Πρόσταξε νὰ ἔλθη, καὶ τότε θὰ δεῖς τὴν ἀλήθεια.»
Ακούοντας ὁ Μαξέντιος τὸν Ῥήτορα νὰ μιλᾶ μὲ τόση καύχηση, χάρηκε, ἐλπίζοντας, ὁ μάταιος, ὅτι θὰ νικήσει ἡ θρασὶς καὶ ἀκόλαστος γλῶσσα ἐκείνην τῆς ὀρθῆς φιλοσοφίας, ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἐπιείκεια. Λοιπὸν, διατάσσει νὰ φέρουν τὴν ἁγία Αἰκατερίνα. Πλῆθος κόσμου εἶχε συγκεντρωθεῖ στὀ ἀμφιθέατρο, γιὰ νὰ δοῦν τὴν ἔκβαση τοῦ διαλόγου. Ἀλλὰ προτοῦ φθάσουν στὴν ἁγία οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλιᾶ, ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, καὶ τῆς λέγει:
«Μὴ φοβᾶσαι, κόρη τοῦ Κυρίου, διότι ὁ Κύριος θὰ σοῦ δώσει σοφία στὴ σοφία σου, γιὰ νὰ νικήσεις τοὺς Ῥήτορες∙ καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι διὰ σοῦ θὰ πιστεύσουν, καὶ ὅλοι θὰ λάβετε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον».
Αφοῦ παρέλαβαν αὐτὴν οἱ ἀπεσταλμένοι τὴν πῆγαν στὰ βασίλεια. Εὐθὺς ἀμέσως ἐκεῖνος ὁ Ρήτορας εἶπε μὲ σοβαρότητα: «Ἐσὺ εἶσαι ἐκείνη ποὺ βρίζεις χωρὶς ντροπὴ τοὺς θεοὺς;»
Εκείνη ἀπάντησε μὲ πραότητα: «Ἐγὼ εἶμαι∙ ὄχι ὄμως χωρὶς ντροπὴ ὅπως εἶπες, ἀλλὰ μὲ πολὺ μετριότητα καὶ φιλαλήθεια.»
Ο Ρήτορας: «Ἐπειδὴ οἱ μεγάλοι ποιητὲς ὀνομάζουν αὐτοὺς ὑψηλοὺς, πῶς ἐσὺ τολμᾶς καὶ κινεῖς ἐναντίον τους τὴν γλῶσσα σου μὲ τόση θρασύτητα, ἐνῶ δοκίμασες τὴν σοφία τους καὶ κοινώνησες τὴν γλυκύτητα τῶν λόγων τους;»
Η ἁγία Αἰκατερίνα: «Τὴν μὲν σοφία ἔχω ἀπὸ τὸν Θεόν μου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Σοφία καὶ ἡ Ζωή, καὶ ὅποιος τὸν σέβεται καὶ φυλάσσει αὐτοῦ τὰ θεῖα προστάγματα, εἶναι ἀληθινὸς φιλόσοφος. Ἀντιθέτως τἀ ἔργα καὶ οἱ διηγήσεις τῶν θεῶν σας, εἶναι ἄξια ψόγου καὶ κατακρίσεως, γεμάτα ἀπάτης καὶ καταγέλαστα. Ἀλλά, πές μου, ποιὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους σου ποιητὲς, ὅπως λέγεις, πῶς ὀνόμασαν αὐτοὺς θεούς;»
Ο Ρήτορας: «Πρῶτα ὁ σοφώτατος Ὅμηρος προσευχόμενος πρὸς τὸν Δία, λέγει∙ ‘Ζεῦ κύδιστε μέγιστε, καὶ ἄλλοι ἀθάνατοι θεοί’∙ καὶ ὁ περίβλεπτος Ὀρφεὺς στὴ Θεογονία αὐτοῦ λέγει αὐτὰ τὰ λόγια, εὐχαριστώντας τὸν Ἀπόλλωνα∙ ‘ὦ ἄνα γυιὲ τῆς Λητοῦς ἐκατηβόλε, φοῖβε κραταιὲ∙πανδερκές, στοὺς βασιλεῖς τῶν θνητῶν καὶ τῶν ἀθανάτων, Ἥλιε μὲ χρυσὲς πτέρυγες’. Μ’ αὐτόν, λοιπόν, τὸν τρόπον οἱ πρῶτοι καὶ κράτιστοι τῶν ποιητῶν τιμοῦσαν αὐτούς καὶ τοὺς καλοῦσαν θεούς ἀθανάτους. Ἀπατᾶσαι, λοιπόν, ἐσὺ ἡ πάνσοφος, μὲ τὸ νὰ προσκυνᾶς τὸν Ἐσταυρωμένο, τὸν ὁποῖον κανένας ποιητὴς δὲν ὀνόμασε Θεόν.»
Καὶ ἡ μάρτυς: «Αὐτὸς ὁ Ὅμηρος λέγει πάλιν ἀλλοῦ γιὰ τὸν μέγιστόν σου θεό Δία, ὅτι εἶναι ψεύτης, ἀπατεώνας, πανοῦργος καὶ σκολιώτατος, καὶ ὅτι ἤθελαν νὰ τὸν δέσουν ἡ Ἥρα, ὁ Ποσειδῶν καὶ ἡ Ἀθηνᾶ, ἐὰν δὲν ἔφευγε νὰ κρυφθεῖ. Παρόμοια φαίνονται καὶ ἄλλα ὅμοια καταφρονητικὰ παραδείγματα τῶν θεῶν σας. Ἐπειδὴ εἶπες πὼς κανένας παλαιὸς διδάσκαλος δὲν Τὸν ἀναφέρει, οὔτε Τὸν ὁμολογεῖ ὡς Θεόν, ἔπρεπε νὰ μὴ περιεργαζόμεθα, οὔτε νὰ πολυπραγμονοῦμε περὶ αὐτοῦ, ποὺ εἶναι Θεὸς ἀληθινός, Δημιουργὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θάλασσας, τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Σελήνης, καὶ ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ μόνος ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος, καὶ ἄῤῥητος. Ἀλλά, γιὰ πιὸ ἀληθῆ διαπίστωση, ἄκουσε τὶ λέγει γι’ Αὐτὸν ἡ σοφωτάτη Σιβύλλα, μαρτυροῦσα περὶ τῆς ἐνθέου Αὐτοῦ σαρκώσεως, καὶ τὴν σωτήριο Σταύρωση. ‘Ὁψέποτέ τις ἐπὶ τὴν πολυσχεδῆ ταύτην ἐλάσειε γῆ, καὶ δίχα σφαλμάτων γενήσεται σάρξ, ἀκαμάτοις δὲ Θεότητος ὅροις ἀνιάτων παθῶν λύσει φθοράν, καὶ τούτῳ φθόνος γενήσεται ἐξ ἀπίστου λαοῦ, καὶ εἰς ὕψος κρεμασθήσεται ὡς θανάτου κατάδικος.
»Ἄκουσε δὲ καὶ τὸν ἀψευδῆ σου Ἀπόλλωνα, ὅτι ὁμολόγησε τὸν Χριστὸν νὰ εἶναι Θεὸς ἀπαθῆ, βιαζόμενος ὑπὸ τῆς δυνάμεώς Του. ‘Ἕνας οὐράνιος, λέγει, μὲ βιάζει, ποὺ εἶναι Φῶς τριλαμπές, Ἐκεῖνος ποὺ ἔπαθε εἶναι Θεός, καὶ δὲν ἔπαθε ἡ Θεότητα, διότι εἶναι δύο φέρων σῶμα βροτῶν καὶ ἄμβροτος, ὁ ἴδιος εἶναι Θεός καὶ ἄνδρας, φέρων ὅλα τῆς θνητῆς φύσεως, τὸν Σταυρόν, τὴν ὕβριν, τὴν ταφήν, καὶ τὰ ὑπόλοιπα.
»Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἀπόλλων γιὰ τὸν πραγματικὸ Θεό, ποὺ εἶναι συνάναρχος καὶ συναΐδιος πρὸς τὸν γεννήσαντα. Εἶναι ἡ Ἀρχὴ καὶ Ῥίζα καὶ Πηγὴ ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Δημιούργησε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία καὶ τὸν ἔφερε στὴν ὕπαρξη, καὶ τὸν διακρατεῖ καὶ τὸν συνέχει. Εἶναι ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ μᾶς, καὶ περπάτησε ἐπάνω στὴ γῆ, νουθετώντας, διδάξοντας, καὶ πραγματευσάμενος τὰ πάντα πρὸς χάρη μας. Κατόπιν καταδέχτηκε καὶ θάνατο πρὸς χάρη ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους, γιὰ νὰ λύσει τὴν πρώτη καταδίκη, καὶ γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἀρχαίαν ἀπόλαυση καὶ μακαριότητα. Ἔτσι, ἀνοίγονται σὲ μᾶς οἱ πύλες τοῦ Παραδείσου, ποὺ κακῶς κλείσαμε, καὶ ἀφοῦ ἀναστήθηκε μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς, ἀπ’ ὄπου καὶ κατέβηκε. Ἔστειλε στοὺς Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τοὺς ὁποίους ἔστειλε σ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ κήρυξαν τὴν θεότητά Του, γιὰ νὰ λυτρώσουν τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς ἀπιστίας.
»Ἔτσι, θὰ πρέπει νὰ πιστέψεις καὶ ἐσὺ, ὦ φιλόσοφε, νὰ γνωρίσεις τὸν ἀληθινὸ Θεό, νὰ γίνεις δοῦλος Του, ἐὰν ἐπιθυμεῖς τὸ συμφέρόν σου, διότι εἶναι ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος, καὶ προσκαλεῖ ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν, λέγοντας: ‘Δεῦτε προς με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κᾀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς’. Πίστεψε, λοιπόν, ἄν καὶ ἐκ τῶν ποιητῶν καὶ θεῶν σου, τοῦ Πλάτωνος λέγω, τοῦ Ὀρφέως καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ποὺ ξεκάθαρα καὶ σαφέστατα, χωρὶς νὰ τὸ θελήσουν, ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸν Θεόν, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Παντοδύναμος Κύριος οικονόμησε, γιὰ νὰ μὴ ἔχετε κᾀμμίαν πρόφαση.»
Αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα εἶπε ἡ πάνσοφος καὶ πάγκαλλος Ῥήτωρ, ποὺ κατέπληξε τὸν φιλόσοφο, ὁ ὁποῖος ἔμεινε ἄφωνος καὶ δὲν μπόρεσαι νὰ μιλήσει καθόλου. Ὁ βασιλιᾶς βλέποντας τόσο πολὺ νικηθέντα καὶ θαυμαζόμενον, πρόσταξε τοὺς ὑπόλοιπους νὰ διαλεχθοῦν μὲ τὴν μάρτυρα. Αὐτοὶ ἀπαγόρευσαν νὰ συνεχιστεῖ ὁ ἀγῶνας, λέγοντες: «Δὲν ἔχομε νὰ ἀντισταθούμε στὴν ἀλήθεια, οὔτε ἔχουμε τὶς δυνάμεις, βλέποντες μάλιστα νικημένο τὸν προεστῶτα μας.»
Τότε ὁ Μαξέντιος θύμωσε καὶ πρόσταξε νὰ ἀνάψουν πυρκαϊὰ στὸ κέντρο τῆς πόλης, καὶ νὰ καύσουν τοὺς Ρήτωρες. Αὐτοὶ μόλις ἄκουσαν τὴν ἀπόφαση, γονάτισαν μπροστᾶ στὴν ἁγία, παρακαλώντας νὰ συγχωρήσει αὐτοὺς ὁ Κύριος καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ τῆς δωρεᾶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ ἁγία ἐμπλησθεῖσα χαρᾶς καὶ ὰγαλλιάσεως, εἶπε σ’ αὐτοὺς:
«Πράγματι εἶστε μακάριοι καὶ καλότυχοι, διότι ἀφήσατε τὸ σκοτάδι, καὶ ἀκολουθήσατε τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, καὶ ἐγκαταλείψατε φθαρτὸ ἐπίγειο βασιλέα, προσήλθατε στὸν ἄφθαρτον καὶ οὐράνιον. Μὴ ἀμφιβάλλετε σ’ αὐτό, διότι πῦρ μὲ το ὁποῖο σᾶς φοβερίζουν οἱ ἀσεβεῖς, θέλει νὰ γίνει γιὰ σᾶς Βάπτισμα καὶ κλίμαξ οὐράνιος, νὰ καθαρίσει κάθε κηλῖδα καὶ ῥύπον ψυχῆς τε καὶ σώματος, καὶ ὡς ἀστέρες φωτεινοὺς νὰ σᾶς παραπέμψει στὸν Βασιλέα ἐκεῖνον, καὶ νὰ σᾶς κάμει ἀγαπημένους Του φίλους.»
Αὐτὰ λέγουσα ἡ ἁγία, παρακινοῦσε αὐτοὺς μὲ τέτοιες ἐλπίδες. Σημείωσε ὅλους, ἕνα καθ’ ἕνα, μὲ την σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ στὸ μέτωπο, καὶ μὲ χαρὰ καὶ εὐχαριστίες τοὺς ἔστελνε πρὸς τὸ μαρτύριο. Οἱ στρατιῶτες ἔῤῥιψαν αὐτοὺς στὴν φωτιᾶ τὴν 17η Νοεμβρίου. Τὸ βράδι, πῆγαν μερικοὶ χριστιανοὶ γιὰ νὰ συγκεντρώσουν τὰ ἱερὰ λείψανά τους, τὰ ὁποία βρῆκαν ὅλα σῷα καὶ ἀκέραια, καὶ οὔτε μία τρίχα δὲν κατακαύθει. Αὐτὸ ὑπῆρξε τὸ πρῶτο σημεῖο τῆς πρὸς τὸν Θεὸν φιλίας καὶ οἰκειώσεως. Ἀφοῦ εὐχαρήστησαν τὸν Θεό, ὅπως ἔπρεπε, ἐπέστρεψαν πολλοὺς πρὸς τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, καὶ κατόπιν μὲ λαμπρότητα κατέθεσαν τὰ ἱερὰ λείψανά τους σὲ κατάλληλο τόπον.
Ο βασιλιᾶς εἶχε στὸ νοῦν του τὴν ἁγία. Δοκίμαζε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν ἐπιστρέψει στὴν θρησκεία του. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε μὲ φιλοσοφικοὺς συλλογισμοὺς, ἐπιχείρησε μὲ κολακείες καὶ πανουργεύματα, λέγοντας:
«Ὑπάκουσέ μου, καλὴ κόρη, διότι σὰν φιλόστοργός σου πατέρας σὲ συμβουλεύω, νὰ προσκυνήσεις τοὺς μεγάλους θεοὺς, καὶ μάλιστα τὸν μουσικὸ Ἑρμῆ, ὁ ὁποῖος σὲ στόλισε μὲ τόσα χαρίσματα τῆς φιλοσοφίας, καὶ θὰ σοῦ δώσω, μάρτυρές μου ὅλοι οἱ θεοί, τὴν μισὴ τῆς ἐξουσίας μου, νὰ κατοικεῖς μαζὶ μου στὰ βασίλεια.»
Η ἁγία, ὡς φρόνιμος, γνώρισε τὴν πανουργία του, καὶ τοῦ λέγει:
«Ξεσκέπασε, ὦ βασιλιᾶ, τὴν σκηνή, καὶ μὴν ὑποκρίνεσαι τὸ δολερὸν τῆς ἀλεποῦς, διότι ἐγώ, ὅπως σοῦ εἶπα πρωτύτερα, εἶμαι Χριστιανή, καὶ ἦρθα νὰ νυμφευθῶ τὸν Χριστόν μου, ποὺ ἔχω ὡς Νυμφίο καὶ σύμβουλον, στολὴ καὶ κόσμημα τῆς παρθενίας μου∙ καὶ ποθῶ τὸ μαρτύριο περισσότερο ἀπὸ κάθε βασιλικὴ περιβολὴ καὶ στέφανον.»
Ο βασιλιᾶς πάλιν προσποιήθηκε ὅτι φροντίζει γιὰ τὸ συμφέρον της, ἀπάντησε: «Μή με ἀναγκάσεις νὰ προσβάλλω τὴν ἀξία σου.»
Η μἁρτυς εἶπε: «Κάμε ὅ,τι θέλεις, διότι μὲ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ἀτιμία θέλεις νὰ μοῦ προξενήσεις ἀληθινὴ δόξα καὶ ἀθανασία∙ καὶ πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων θὰ πιστεύσουν στὸν Χριστό μου, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ μὲ προπέμψουν καὶ αὐτοὶ πρὸς τὶς ἱερὲς ἐκεῖνες μονὲς μὲ δόξα καὶ μεγαλοπρέπεια.»
Τότε ὁ Μαξέντος προστάσει νὰ βγάλουν τὴν πορφυρὰ βασιλική της στολὴ, καὶ μὲ βούνευρα νὰ τὴν μαστιγώνουν ἀνελέητα. Ἐπὶ δύο ὥρες κτυποῦσαν τὴν μάρτυρα ταυτόχρονα στὴν κοιλιὰ καὶ τὴν πλάτη της, τόσο πολὺ, ὥστε κατασχίστηκε ὅλο τὸ παρθενικό της σῶμα, καὶ ἔγινε ὅλο ἄσχημο ἀπὸ τὶς πληγὲς, ἐκεῖνο ποὺ προηγουμένως ἦταν ὡραῖο καὶ πάγκαλλο. Τὰ αἵματα ἔτρεχαν σὰν ποτάμι, καὶ κοκκίνισε τὸ ἔδαφος∙ ἡ δὲ ἁγία στεκόταν μὲ τόση ἀνδρεία καὶ γενναιότητα, ποῦ ὅσοι τὴν ἔβλεπαν, θαύμαζαν.
Τὸ ἀνήμερο ἐκεῖνο θηρίο πρόσταξε νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ νὰ μὴν τῆς δοθεῖ φαγητὸ ἢ νερὸ γιὰ δώδεκα μέρες, ἔως ὅτου σκεφθεῖ μὲ ποῖον τρόπον νὰ τὴν θανατώσει. Ἐντωμεταξὺ, ἡ Αὐγοῦστα, ἡ σύζυγος τοῦ Μαξεντίου, εἶχε πολὺ πόθο νὰ συναντηθεῖ μὲ τὴν ἁγία, διότι τὴν ἀγάπησε, ἁκούσασα γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ ἀνδραγαθήματά της. Μάλιστα εἶδε ἕνα ὄνειρο ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, ὅπως θὰ φανερωθεῖ παρακάτω. Ὅταν μίαν ἡμέρα βγῆκε ἀπὸ τὴν πόλη ὁ Μαξέντιος γιὰ κάποια σοβαρὴ ὑπόθεση, παρέμεινε σ’ ἕνα χωριὸ ἀρκετὲς ἡμέρες. Ἡ βασίλισσα βρῆκε τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμίαν της. Ἦταν ἕνας μεγάλος ἄρχοντας, προσωπικὸς φίλος τοῦ βασιλέως, Πορφυρίων ὀνομαζόμενος, ἄνθρωπος πιστὸς καὶ καλόγνωμος. Σ’ αὐτὸν ὁμολόγησε ἡ Αὐγοῦστα τὴν ἐπιθυμίαν της λέγουσα:
«Τὴν περασμένη νύκτα εἶδα στὸ ὄνειρό μου τὴν Αἰκατερίνα, ἡ ὁποία καθόταν ἀνάμεσα πολλῶν νέων καὶ ὡραίων παρθένων, ντυμένων μὲ λευκὲς στολές. Τόση ᾖταν ἡ λάμψη τοῦ προσώπου της, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὴν βλέπω. Αὐτὴ μὲ κάθισε δίπλα της καὶ ἔβαλε ἐπάνω στὴν κεφαλή μου χρυσὸ στεφάνι, λέγουσα∙ ‘Ὁ Δεσπότης Χριστὸς σοῦ στέλνει αὐτὸ τὸ στεφάνι.’ Ἔχω, λοιπόν, τόσο πόθο γιὰ νὰ τὴν δῶ, ποῦ δὲν βρίσκω ἀνάπαυση. Λοιπόν, σὲ παρακαλῶ, βρὲς τρόπον γιὰ νὰ τὴν συναντήσω κρυφᾶ.»
Ο Πορφυρίων εἶπε: «Ἐγὼ θὰ ἐκπληρώσω τὸν πόθο σου, Δέσποινα.»
Αφοῦ νύκτωσε, πῆρε διακόσιους στρατιώτες, καὶ πῆγαν στὴν φυλακὴ μὲ τὴν βασίλισσα, καὶ ἀφοῦ πρόσφερε χρήματα στὸν δεσμοφύλακα, ἄνοιξε τὴν θύρα. Εἰσερχόμενοι, μόλις εἶδε ἡ Αὐγοῦστα τὸ ποθεινὸ ἐκεῖνο πρόσωπο τῆς μάρτυρος, ποὺ ἐξέπεμπε ἀνθηρἀν ἀκτῖνα, πέφτει ἀμέσως στὰ πόδια τῆς ἁγίας μἐ δάκρυα στὰ μάτια της καὶ λέγουσα:
«Τώρα εἶμαι καλότυχη καὶ μακαρία βασίλισσα, διότι σὲ εἶδα. Ἐγὼ ποθοῦσα νὰ δῶ τὸ βασιλικό σου πρόσωπο, καὶ διψοῦσα σὰν τὸ διψασμένο ἐλάφι νὰ ἀκούσω τὴν μελίῤῥυτό σου γλῶσσα. Καὶ τώρα ποῦ ἀξιώθηκα τῆς χάριτος, δὲν θὰ λυπηθῶ, ἐὰν στερηθῶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν βασιλεία μου. Εὐφραίνομαι στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή, δεχόμενη τόση γλυκειὰ αὐγὴ ἀπὸ τὸ ὡραῖο σου πρόσωπο. Μακαρία εἶσαι καὶ ζηλευτή, διότι προσκολήθηκες σὲ τέτοιο Δεσπότη, ἀπὸ τὸν λαμβάνεις τόσες δωρεαῖς καὶ χαρίσματα.»
Η ἁγία ἀπάντησε σ’ αὐτὴ λέγουσα: «Μακαρία εἶσαι καὶ σύ, ὦ βασίλισσα, διότι βλέπω ἕνα στεφάνι ποὺ θὰ βάλλουν οἱ Ἄγγελοι στὴν κορυφή σου, καὶ γιὰ λίγα βάσανα, ποὺ θὰ ὐπομείνεις, θὰ πορευθεῖς πρὸς τὸν ἀληθῆ Βασιλέα, γιὰ νὰ βασιλεύσεις μαζί Του αἱωνίως.»
Η δὲ εἶπε: «Φοβοῦμαι τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν ἄνδρα μου, διότι εἶναι πολὺ σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος.»
Λέγει πρὸς αὐτὴ ἡ ἁγία: «Ἔχε θάῤῥος, διότι πρόκειται νὰ ἔχεις μέσα σου τὸν Χριστὸ βοηθοῦντά σε, ὥστε νὰ μὴ σὲ ἀγγίξει κᾀμμία βάσανος. Μόνον λίγο πρόκειται νὰ πονέσει τὸ σῶμα σου ἐδῶ πρόσκαιρα, καὶ ἐκεῖ θὰ ἀναπαύεσαι αἰώνια.»
Καθὼς ἔλεγε αὐτὰ ἡ ἁγία, ἐρώτησε αὐτὴν ὁ Πορφυρίων, λέγων: «Τὶ ἀγαθὸ χαρίζει ὁ Χριστὸς σ’ ὅσους πιστεύσουν σ’ Αὐτόν; Διότι θέλω νὰ γίνω καὶ ἐγὼ στρατιώτης Του.»
Καὶ ἡ μάρτυς: «Δὲν διάβασες ποτὲ κᾀμμία γραφὴ τῶν Χριστιανῶν οὔτε ἄκουσες;»
Τότε ὁ Πορφυρίων λέγει: «Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀσχολήθηκα μὲ τοὺς πολέμους, καὶ δὲν φρόντιζα ἄλλα πράγματα.»
Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ ἁγία: «Δὲν μπορεῖ γλῶσσα νὰ διηγηθεῖ τὰ ἀγαθά, ποὺ ὁ Πανάγαθος καὶ Φιλάνθρωπος Θεὸς ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν καὶ φυλάσσουν τὰ προστάγματά Του.»
Ο Πορφυρίων πληρώθηκε μὲ ἄπειρη χαρά, πιστεύει στὸν Χριστὸ μ’ ὅλους τοὺς διακόσιους στραιώτες καὶ τὴν βασίλισσα. Ἀφοῦ ἀσπάστηκαν μὲ εὐλάβεια τὴν μάρτυρα Αἰκατερίνα, ἀνεχώρησαν. Ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός, δὲν ἄφησε τὴν ἁγίαν ἀπεριποίητη τόσες μέρες, ἀλλ’ ὡς φιλόστοργος Πατὴρ ἔδειξε πρὸς αὐτὴν τὴν πρέπουσα κηδεμονία, καὶ ἔστελνε σ’ αὐτὴν τροφὴ ἕνα περιστέρι καθερινά. Ἔπειτα καὶ αὐτὸς ἐκεῖνος ὁ καλὸς ἀγωνοθέτης ἦρθε νὰ ἐπισκεφθεῖ αὐτὴν μὲ πολλὴ δόξα καὶ μὲ ὅλα τὰ Οὐράνια Τάγματα, καὶ δυνάμωσε περισσότερο τὴν ὑπομονή της. Ἔδωσε θάῤῥος σ’ αὐτὴν λέγοντας:
«Μὴ δειλιάσεις ἀγαπημένη μου κόρη, διότι Ἐγὼ εἶμαι μαζί σου, καὶ δὲν θὰ σὲ βλάψει κᾀμμία βάσανος, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπομονή σου πρόκειται νὰ ἐπιστρέψεις πολλοὺς στὸ ὄνομά μου, καὶ θὰ ἀξιωθεῖς πολλὰ στεφάνια καὶ τρόπαια.»
Αὐτὰ εἶπε σ’ αὐτὴν τὴν τελευταία νύκτα ὁ Κύριος. Τὸ πρωῒ ἀφοῦ κάθισε ἐπὶ τοῦ βήματος ὁ Μαξέντιος, πρόσταξε νὰ φέρουν τὴν ἁγία Αἰκατερίνα, ἡ ὁποία μπῆκε στὰ βασίλεια μὲ γλυκειὰ φαιδρότητα, ὥστε καὶ οἱ παρευρισκόμενοι λαμπρύνθηκαν ἀπὸ τὴ αἵγλη τῆς ὡραιότητός της. Ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλιᾶς ἐξεπλάγη. Νομίζοντας ὅτι λάμβανε ἡ ἁγία τροφὴ ἀπὸ κάποιο φύλακα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἀδυνάτησε τόσες μέρες, οὔτε τὸ παραμικρὸ ἀσχήμισε, θέλησε νὰ κακοποιήσει τοὺς φύλακες.
Η ἁγία, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθοῦν οἱ φύλακες, ὡς ἀνεύθυνοι, ὁμολόγησε τὴν ἀλήθεια, λέγουσα: «Ἐγὼ, βασιλεῦ, δὲν ἔλαβα τὴν παραμικρὰ ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ Δεσπότης Χριστὸς, ποὺ φροντίζει γιὰ τοὺς δούλους Του, μὲ ἔτρεφε.»
Ο Μαξέντιος θαυμάζοντας τέτοια ὀμορφιά, θέλησε νὰ δοκιμάσει πάλιν μὲ κολακείες καὶ ὑπουλότητα, λέγοντας: «Σὲ σένα ἁρμόζει τὸ βασίλειο, ἡλιόμορφε κόρη, ποὺ ὑπερβαίνεις τὴν Ἀφροδίτη στὴν εὐπρέπεια. Ἔλα, λοιπόν, θυσίασε στοὺς θεούς, νὰ γίνεις βασίλισσα, νὰ περάσεις μαζί μου ζωὴ πανευφρόσυνο, καὶ μὴ θελήσεις, παρακαλῶ, νὰ χαθεῖ ἡ τόση ὡραιότης μὲ κολαστήρια.»
Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ ἁγία: «Ἐγὼ εἶμαι ‘γῆ καὶ πηλός’, καὶ ὅλη ἡ ὡραιότης ‘ὡς ἄνθος μαραίνεται’ καὶ σὰν ὄνειρο ἀφανίζεται, ἢ ἀπὸ λίγη ἀσθένεια, ἢ ἀπὸ γεράματα, ἢ μὲ θάνατο. Λοιπόν, μὴ φροντίζεις γιὰ τὴν ὀμορφιά μου.»
Ενῶ αὐτὰ συζητοῦσαν, κάποιος Ἔπαρχος ὀνομαζόμενος Χουρσασαδέμ, ὀξὺς στὴν ὀργή, καὶ εὔκολος στὶς τιμωρίες, θέλοντας νὰ δείξει στὸν βασιλέα ἀγάπη καὶ εὔνοια, εἶπε:
«Ἐγὼ, βασιλιᾶ, βρῆκα μία μηχανὴ ποὺ θὰ νικήσεις τὴν κόρη, ἢ νὰ λάβει πολυώδυνο θάνατο. Πρόσταξε νὰ κατασκευάσουν τέσσερεις ξύλινους τροχοὺς περασμένους σὲ μία περόνη, στοὺς ὁποίους νὰ καρφώσουν γύρω - γύρω μαχαίρια, καὶ ἄλλα κοπτερὰ σίδερα. Οἱ δύο τροχοὶ θὰ γυρίζουν δεξιά, καὶ οἱ ἄλλοι δύο ἀριστερά∙ στὸ ἀνάμεσά τους ἄς βάλλουν αὐτὴν δεμένη. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο περιστρεφόμενοι οἱ τροχοί, θὰ καταξεσχίζουν τὶς σάρκες της. Κατὰ πρῶτα ἂς γυρίσουν τοὺς τροχούς, μήπως καὶ φοβηθεῖ τὸ σκληρὸ αὐτὸ μηχάνημα καὶ τελέσει τὰ προστάγματά σου, εἰ δὲ μή, ἂς λάβει ἐλεεινὸ θάνατο.»
Άρεσε στὸ βασιλιᾶ ἡ σκέψη τοῦ Ἐπάρχου, καὶ προστάζει νὰ κατασκευάσουν τὸ σχέδιο. Σὲ τρεῖς μέρες, λοιπόν, τελείωσαν τὸ μηχάνημα, καὶ ἀφοῦ ἔφεραν τὴν ἁγία σὲ ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ κολαστήριο, γύρισαν μὲ πολλὴ βία τοὺς τροχούς πρὸς ἐκφοβισμό, καὶ λέγει ὁ βασιλιᾶς: «Βλέπεις; Σ’ αὐτὸ τὸ μηχάνημα πρόκειται νὰ λάβεις πικρότατο θάνατο, ἐὰν δὲν προσκυνήσεις τὰ εἴδωλα.»
Η ἁγία ἀπήντησε: «Σοῦ εἶπα πολλὲς φορὲς τὴν γνώμη μου. Λοιπόν, μὴν ἀργοπορεῖς καὶ χάνεις τὸν καρό. Κάμε ὅ,τι θέλεις.»
Αφοῦ δοκίμασε πάλιν πολλὰ καὶ διάφορα ὁ ἀλιτήριος μὲ κολακείες καὶ πανουργήματα, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ μεταλλάξει τὴν γνώμη της, προστάσει νὰ ῥιφθεῖ δεμένη στοὺς τροχούς, καὶ νὰ τοὺς κινήσουν δυνατὰ καὶ γρήρορα, ὥστε μὲ τὴ βία καὶ τὴ δύναμη τῆς κίνησης ὑποστεῖ φοβερὸ θάνατο. Ἀλλὰ, μὲ τὴν θεία Χάρη καὶ θέληση συνέβη τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὰ ἀναμενόμενα. Διότι, Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ βοήθησε τὴν ἁγία, ποὺ εὐθὺς ἀμέσως βρέθηκε λυμένη ἀπὸ τὰ δεσμά της σῴα καὶ ἀβλαβής. Οἱ τροχοὶ μόνοι τους κύλισαν καὶ θανάτωσαν πολλοὺς ἀπίστους. Οἱ παρευρισκόμενοι βλέποντες τὸ θαῦμα φώναξαν: «Μέγας εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν!»
Ο βασιλιᾶς ἀπὸ τὸν θυμό του, ἐμαίνετο, καὶ μελετοῦσε νὰ τὴν παραδώσει σ’ ἄλλες τιμωρίες. Ἀλλ’ ἡ Αὐγοῦστα μόλις ἄκουσε τέτοιο θαῦμα, βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιό της, καὶ ἤλεγξε μὲ παρρησία τὸν βασιλιᾶ, λέγουσα: «Στὰ ἀλήθεια εἶσαι μωρὸς καὶ ἀνόητος ποὺ πολεμᾶς τὸν ζωντανὸ Θεό, καὶ βασανίζεις ἄδικα τὴ δούλη Του.»
Αὐτὰ δὲν περίμενε νὰ ἀκούσει ὁ βασιλιᾶς, καὶ ἀγρίεψε ἀπὸ τὴ μανία του, ποὺ ἔγινε πιὸ ἀπάνθρωπος καὶ ἀγριώτερος ἀπ’ ὅλα τὰ θηρία. Ἀφήνοντας τὴν ἁγία στρέφεται ἐναντίον τῆς συζύγου του, ἀδιαφορώντας ὁ θηριόγνωμος γιὰ τὴν συγγένεια. Προστάσσει νὰ ἀφαιρέσουν τὰ στῆθοι τῆς γυναῖκάς του μὲ σκληρὰ ὄργανα. Ἡ μακαρία Αὐγοῦστα ἔνοιωθε τοὺς ἀφόρητους καὶ ὀδυνηροὺς πόνους. Ὅμως ἔχαιρε, διότι ἔπασχε γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό, πρὸς τὸν Ὁποῖον προσευχόταν γιὰ νὰ τῆς στείλει ἐξ ὕψους βοήθεια.
Αφοῦ οἱ δήμιοι ἔκοψαν τοὺς μαστούς της καὶ ἔτρεχε τὸ αἷμα σὰν ποτάμι, ἐλυποῦντο καὶ συμπονοῦσαν ὅσοι παρευρίσκοντο γιὰ τὴν πικρή καὶ ἀνέλπιστη αὐτὴ τιμωρία. Ὁ αἱμοβόρος καὶ ἄσπλαγχνος ἐκεῖνος βασιλιᾶς, δὲν εὐσπλαγχνίστηκε τὸ παραμικρὸ τὴν σύζυγό του, ἀλλὰ προστάσσει νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Ἐκείνη μὲ χαρὰ δέχθηκε αὐτὴν τὴν ἀπόφαση καὶ λέγει στὴν Αἰκατερίνα: «Δούλη τοῦ Θεοῦ, κάμε προσευχὴ γιὰ λόγου μου.»
Η δὲ Αἰκατερίνα εἷπε σ’ αὐτὴν: «Πήγαινε μὲ εἰρήνη καὶ βασίλευε μὲ τὸν Χριστὸ αἰώνια.»
Η μακαρία Αὐγοῦστα ἀποκεφαλίστηκε στὶς 23 Νοεμβρίου, σύμφωνα μὲ τὸ πρόσταγμα. Ὁ δὲ στρατηλάτης Πορφυρίων πῆγε κρυφᾶ μὲ τοὺς συντρόφους του καὶ ἐνταφίασαν τὸ τίμιο λείψανό της.
Τὸ πρωῒ θέλησε ὁ τύραννος νὰ τιμωρήσει μερικοὺς ἀνεύθυνους. Παρουσιάστηκε, λοιπόν, ὁ Πορφυρίων μαζὶ τοὺς λοιποὺς στρατιώτες στὸ κριτήριο λέγοντας: «Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε Χριστιανοὶ, ἐπίσημοι στρατιῶτες τοῦ μεγάλου Θεοῦ.»
Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς ὁμολογίας, ὁ Μαξέντιος δὲν ἄντεξε, καὶ ἐκ βάθους ψυχῆς ἀνεβόησε: «Ἁλλίμονό μου, χάθηκα! Διότι, θὰ στερηθῶ τὸν θαυμαστὸ Πορφυρίωνα!» Ἔπειτα, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τοὺς λοιποὺς στρατιῶτες, ἔλεγε: «Μα! καὶ σεῖς στρατιῶτες μου, τὶ πάθατε καὶ περιφρονήσατε τοὺς πατρώους θεοὺς; Σὲ τὶ σᾶς ἔφταιξαν;»
Οἱ δὲ στρατιῶτες δὲν ἀπεκρίθηκαν, μόνον ὁ Πορφυρίων εἶπε σ’ αὐτὸν: «Γιατὶ ἄφησες τὴν κεφαλὴ καὶ ἐρωτᾶς τὰ πόδια; Μαζί μου νὰ διαλέγεσαι.»
Ο Μαξέντιος εἶπε: «Κακὴ κεφαλή, σὺ εἶσαι ἡ αἰτία τοῦ χαμοῦ αὐτῶν.» Διέταξε νὰ ἀποκεφαλιστοῦν ὅλοι, καὶ ἔτσι, στὶς 24 Νοεμβρίου τελειώθηκαν∙ καὶ ἐκπληρώθηκε ἡ προόρηση τῆς ἁγίας, ποὺ εἶπε∙ ‘καὶ πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ παλάτι θὰ πιστεύσουν δι’ αὐτῆς στὸν Χριστό’.
Τὴν ἐπαύριο ἔφεραν τὴν ἁγία στὸ κριτήριο, καὶ λέγει σ’ αὐτὴν ὁ Μαξέντιος:
«Πολλὴ θλίψη καὶ ζημία μοῦ προξένησες. Ἐσὺ πλάνεψες τὴ γυναῖκά μου καὶ τὸν γεναῖό μου στρατηλάτη, ποὺ ἦταν ὅλη ἡ δύναμη τοῦ στρατεύματός μου∙ καὶ ἄλλα κακὰ μοῦ συνέβησαν μέσον σοῦ. Θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ θανατώσω ἀνελεήμονα, ἀλλὰ θὰ σὲ συγχωρέσω, διότι σὲ λυπᾶμαι καὶ δὲν θέλω νὰ ἀπολεσθεῖς κακῶς, μία κόρη τόσο ὡραῖα καὶ πάνσοφος. Λοιπόν, κάμε τὸ θέλημά μου, φιλτάτη μου, καὶ θυσίασε στοὺς θεούς, γιὰ νὰ σὲ λάβω νόμιμο βασίλισσά μου καὶ ποτὲ νὰ μὴ σὲ λυπήσω, οὔτε νὰ κάμω τίποτε χωρὶς τὴ γνώμη σου∙ καὶ νὰ περάσεις τόση εὐφροσύνη καὶ μακαριότητα, ποὺ νὰ μὴν χάρηκε ποτὲ ἄλλη βασίλισσα στὸν κόσμο.»
Αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα ἔλεγε ὁ πανοῦργος. Κινοῦσε κάθε λίθο - κατὰ τὴν παροιμία -, νὰ μεταστρέψει τὴ γνώμη τῆς ἁγίας. Ἔπειτα βλέπωντας, ὃτι μήτε μὲ κολακείες, μήτε μὲ ὑποσχέσεις, οὔτε μὲ φοβερισμοὺς κολαστηρίων μποροῦσε νὰ μεταλλάξει αὐτὴν ποὺ ἀναδείχθηκε στεῤῥοτέρα ἀπὸ τὸ διαμάντι. Ἀπελπιστὴς ὁ ἄμυαλος, ἔδωσε τὴν κατ’ αὐτῆς ἀπόφαση, νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν ἔξω τῆς πόλεως.
Παραλαβόντες οἱ στρατιῶτες αὐτὴν τὴν ὁδήγησαν στὸν τόπον τῆς καταδίκης. Πολὺς ὄχλος τὴν ἀκολούθησε, ἄνδρες καὶ γυναίκες, κλαίοντες πικρῶς, διότι ἔμελλε νὰ χαθεῖ, ὅπως ἐκεῖνοι νόμιζαν, τέτοια πάγκαλος κόρη καὶ πάνσοφος. Οἱ πρόκριτες καὶ εὐγενέστερες τῶν γυναικῶν ἔλεγαν πρὸς αὐτὴν:
«Ὦ ὡραιοτάτη κόρη καὶ πάμφωτε, γιατὶ εἶσαι τόσο σκληρόκαρδη καὶ προτιμᾶς τὸν θάνατο ὑπεράνω τῆς γλυκιᾶς ζωῆς; Γιατὶ νὰ ἀναφανιστεῖ ἄκαιρα καὶ μάταια τὸ ἄνθος τῆς νεότητάς σου; Δὲν εἶναι καλλίτερα νὰ ὑπακούσεις στὸν βασιλιᾶ, καὶ νὰ ἀπολαύσεις τόση μακαριότητα, παρὰ νὰ κακοθανατωθεῖς ἐλεεινότατα;»
Αὐτὴ ἀπάντησε: «Ἀφῆστε τὸν ἀνωφελῆ θρῆνο, καὶ νὰ χαρῆτε περισσότερον, διότι ἐγὼ θεωρῶ τὸν Νυμφίο μου Ἰησοῦν Χριστόν, τον Ποιητὴ καὶ Σωτῆρά μου, ποὺ εἶναι τῶν μαρτύρων ἡ ὡραιότης καὶ στέφανος. Μὲ προσκαλεῖ σ’ ἐκεῖνα τὰ κάλλη τοῦ Παραδείσου, γιὰ νὰ συμβασιλεύσω μαζί Του, καὶ νὰ συναγάλλομαι στὸν αἰῶνα τὸν ἀτελεύτητο. Λοιπόν, νὰ κλαύσετε ὄχι γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἑαυτόν σας, ποὺ λόγῳ τῆς ἀπιστίας σας πηγαίνετε στὴν ἀτελεύτητο κόλαση, ὅπου θὰ κλαύσετε, καὶ θὰ ὑποφέρετε πόνους φρικτούς, καὶ θὰ καίγεστε μέσα στὴν αἰωνιότητα.»
Αφοῦ λοιπὸν ἔφθασαν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, προσευχήθηκε λέγοντας:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, σὲ εὑχαριστῶ, διότι ἔστησας ἐπὶ πέτραν τῆς ὑπομονῆς τοὺς πόδας μου, καὶ κατεύθυνάς μου τὰ διαβήματά μου’. Ἔκτεινον τώρα τὶς ἄχραντες παλάμες σου, ποὺ τραυμάτισες ἐπάνω στὸν Σταυρό, καὶ δέξαι μου τὴν ψυχή μου, τὴν ὁποίαν θυσίασα γιὰ τὴν ἀγάπη σου. Θυμήσου Κύριε, ὅτι εἴμαστε σάρκα καὶ αἷμα, καὶ μὴν ἀφήσεις νὰ φανερωθοῦν ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς ἐξεταστὲς κατὰ τὸ φοβερὸ σου Κριτήριο ἐκεῖνα τὰ πταίσματά μου ποὺ ἀπὸ ἄγνοιά μου διέπραξα, ἀλλὰ ξέπλυνε αὐτὰ μὲ τὰ αἵματα, ποὺ ἔχυσα γιὰ τὴν ἀγάπη Σου. Φρόντισε νὰ γίνει τὸ σῶμα αὐτὸ ποὺ κακοπάθησε καὶ κατακοματιάστηκε γιὰ Σένα, ἀθέατο σ’ ἐκείνους ποὺ θὰ θελήσουν νὰ τὸ ἀναζητήσουν. Φύλαξέ το σῷον καὶ ἀκαίραιο ὁρίσει ἡ Βασιλεία Σου. Ἐπίβλεψον ἐξ ὕψους ἁγίου Σου, Κύριε, ἐπὶ τὸν περιεστῶτα λαό καὶ ὁδήγησε αὐτὸν πρὸς τὸ φῶς τῆς σῆς ἐπίγνωσης. Δῶσε καὶ σ’ ὅσους θὰ ἐπικαλεσθοῦν δι’ ἐμοῦ τὸ Πανάγιο Ὄνομά Σου ἐκεῖνα τὰ αἰτήματα, ποὺ εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς σωτηρίας τους, ὥστε νὰ ὑμνολογοῦνται ἀπ’ ὅλους τὰ μεγαλεῖά Σου, καὶ νὰ δοξάζουν μαζὶ μὲ τὸν συνάναρχον Πατέρα καὶ τὸ συναΐδιο Πνεῦμά Σου, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ στοὺς αἰῶνες.»
Αὐτὰ ἀφοῦ προσευχήθηκε, εἶπε στὸν δήμιο νὰ ἐκτελέσει τὸ πρόσταγμα. Ἐκεῖνος ἐκτείνας τὸ ξίφος, ἀπέκοψε τὴν τιμίαν αὐτῆς κεφαλή. Τότε, θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ τιμήσει τὴν ἁγία καὶ πάνσοφο Αὐτοῦ Μάρτυρα, πραγματοποίησε θαύματα πολλά.
Κατά την παράδοση, μετά από το αποκεφαλισμό της, άγγελοι παρέλαβαν το σώμα της και το μετέφεραν στην κορυφή του υψηλότερου όρους του Σινά, το οποίο σήμερα φέρει και το όνομά της. Ανάμεσα στον 8ο με 9ο αιώνα η ύπαρξη του αγίου λειψάνου αποκαλύφθηκε σε όνειρο Μοναχών της Μονής, οπότε και έγινε η ανακομιδή και η τοποθέτησή του στο Άγιο Βήμα του Καθολικού της Μονής, μέσα σε μία μαρμάρινη λάρνακα. Το μύρο που ανάβλυζε και ακόμη αναβλύζει από τη Αγία Κάρα της αγίας είναι ένα συνεχές θαύμα. Η ευλάβεια προς την αγία Αικατερίνα και το όνομά της διαδόθηκε στη Δύση από τους Σταυροφόρους, και από τον 11ο αιώνα και μετά η Μονή του Θεοβαδίστου Όρους Σινά άρχισε να γίνεται γνωστή και ως Μονή της αγίας Αικατερίνης.
Έτερον Απολυτίκιον . Ήχος δ'
Η αμνάς σου Ιησού, κράζει μεγάλη τη φωνή. Σε Νυμφίε μου ποθώ, και σε ζητούσα αθλώ, και συσταυρούμαι και συνθάπτομαι τω βαπτισμώ σου· και πάσχω δια σε, ως βασιλεύσω συν σοί, και θνήσκω υπέρ σου, ίνα και ζήσω εν σοι· αλλ' ως θυσίαν άμωμον προσδέχου την μετά πόθου τυθείσάν σοι. Αυτής πρεσβείαις, ως ελεήμων, σώσον τας ψυχάς ημών.
Μεγαλυνάριον.
Νύμφη τοῦ Σωτῆρος πανευκλεής, αἴγλη παρθενίας, καὶ σοφίας τῇ καλλονῇ, καὶ Μαρτύρων ἄθλοις, λαμπρῶς πεποικιλμένη, Αἰκατερίνα ὤφθης, ὠς καλλιπάρθενος.